- ψυχρομετρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχρομετρία: Κάνουν στην περιοχή ψυχρομετρικές παρατηρήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχρομετρικός — ή, ό, Ν [ψυχρομετρία] (μετεωρ. φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχρομετρία («ψυχρομετρικός χάρτης») … Dictionary of Greek